- σπάργανο
- το / σπάργανον, ΝΜΑ1. επιμήκης και φαρδιά λωρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν τα βρέφη, κν. φασκιά2. στον πληθ. τα σπάργανατο σύνολο τών πανιών με τα οποία συνήθιζαν παλαιότερα να τυλίγουν τα βρέφη, αλλ. πάνεςνεοελλ.1. βιολ. η προνύμφη τού δεύτερου σταδίου ορισμένων κεστωδών σκωλήκων2. φρ. «βρίσκεται στα σπάργανα»α) είναι στην αρχή, στο ξεκίνημαβ) βρίσκεται σε νηπιακή ηλικίαγ) βρίσκεται σε πρωτόγονη, σε υποανάπτυκτη κατάστασηαρχ.1. καθετί που θυμίζει την παιδική ηλικία2. στον πληθ. α) αντικείμενα με τα οποία φαίνεται και εξακριβώνεται η οικογένεια ή η καταγωγή ενός ατόμου («δεινόν γ'ὄ ὄνειδος σπαργάνων ἀνειλόμην», Σοφ.)β) (κατά τον Ησύχ.) «δεσμά, ῥάκη»3. φρ. «τὰ τῆς γεννήσεως εὐτελῆ σπάργανα» — η ταπεινή καταγωγή (Ηρωδιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπάργανον έχει σχηματιστεί < αμάρτυρο τ. *σπάργω + επίθημα -ανον (πρβλ. ὄργ-ανον, πήγ-ανον). Το ρ. *σπάργω συνδέεται προφανώς με τα σπάρτον, σπεῖρα, τα οποία ανάγονται σε ένα αμάρτυρο ρ. *σπείρω «τυλίγω, περιελίσσω», και εμφανίζει δυσερμήνευτο επίθημα -γω, πιθ. κατά το εἴργω. Συνδέεται επίσης με το λιθουαν. springstu «πνίγομαι», και με το λετον. sprangat «περισφίγγω»].
Dictionary of Greek. 2013.